- ζημιώνω
- και ζημιώ (AM ζημιῶ, -όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία]1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.)νεοελλ.1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση»)2. ελαττώνω («δεν ζημιώνουν την αϋλότητα τής σκηνής», Παπαντ.)3. μέσ. ζημιώνομαι και ζημιούμαιχάνω κάποιον, στερούμαι κάποιοννεοελλ.-μσν.(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ζημιωμένος, -η, -οαυτός που έχει απώλειες, ο χαμένοςμσν.-αρχ.επιβάλλω σε κάποιον χρηματική ποινή, πρόστιμο, τιμωρώ.
Dictionary of Greek. 2013.